- μεριάζω
- geriye çekilmek, yana çekilmek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μεριάζω — μεριάζω, μέριασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεριάζω — [μεριά] 1. παραμερίζω, μετακινούμαι, υποχωρώ από τον τόπο μου («μέριασε, βράχε, να διαβώ», Βαλαωρ.) 2. μετακινώ, απομακρύνω, παραμερίζω κάτι … Dictionary of Greek
μεριάζω — μέριασα, μεριασμένος, παραμερίζω, υποχωρώ: Μέριασε, βράχε, να διαβώ (Αρ. Βαλαωρίτης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)